- ἐννοσίφυλλος
- ἐννοσίφυλλοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εννοσίφυλλος — ἐννοσίφυλλος, ον (Α) επικ. τ. αντί ενοσίφυλλος, εινοσίφυλλος (για δασώδη όρη) αυτός που έχει κινούμενα, σειόμενα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έν(ν)οσις «κλονισμός» + φύλλον] … Dictionary of Greek
ἐννοσίφυλλον — ἐννοσίφυλλος masc/fem acc sg ἐννοσίφυλλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)